- θεσμός
- ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός)το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνίανεοελλ.ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού γάμου» β. «ο θεσμός τών κοινωνικών ασφαλίσεων»)νεοελλ.-μσν.στον πληθ. οι θεσμοίοι θεμελιώδεις καταστατικοί νόμοι κράτους ή εκκλησίαςαρχ.1. στον πληθ. οι νόμοι τού Δράκοντος2. (για ιερούς νόμους) κανόνας, όρος, παράγγελμα3. ορισμένο ίδρυμα, όπως η βουλή τού Αρείου Πάγου, η οποία θεωρούνταν ότι είχε ιδρυθεί από την Αθηνά («τόνδ' Ἀθηναίας μέγαν θεσμόν», Αισχύλ.)4. θησαυρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεσμός, δωρ. τεθμός, διαλεκτ. θεθμός (με αναλογική διατήρηση τού αρχικού δασέος) σχηματίστηκε με την ασθενή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *dhē- «θέτω, τοποθετώ» τού τί-θη-μι*, ετυμολογικώς δε συνδέεται με κελτικούς τ. τής ίδιας σημασίας, πρβλ. αρχ. ιρλ. deidmea, ουαλ. deddf. Δηλ. θεσμός< *dhedhmo-, το οποίο προήλθε με αναδιπλασιασμό είτε από *dhe-dh-m-o (όπου το -dh- είναι η μηδενισμένη βαθμίδα τού dhē-, θη-πρβλ. θή-σω) είτε από *dhe-dhm-o (όπου το -dhm- είναι η συνεσταλμένη βαθμίδα τού θεμ-πρβλ. θέμις). Θα ήταν όμως ίσως προτιμότερο να θεωρηθεί ότι θε- < *dhә1-, ασθενής βαθμίδα τού dhē- (πρβλ. θέ-σις), και επίθημα -σμος ή -θμός (πρβλ. κλαυθμός, ρυθμός κ.ά.). Η λ. θεσμός είναι συνήθης σε αρχαϊκές επιγραφές αρκετών διαλέκτων και χρησιμοποιόταν για να δηλώσει νόμους τού Δράκοντος και τού Σόλωνος. Είναι συνώνυμη τού νόμος, αλλά το τελευταίο έχει γενικότερη έννοια και στην Αρχαία εξέφραζε το σύνολο τών νόμων (πρβλ. νεοελλ. νομικά, νομική, λατ. ius), ενώ η λ. θεσμός χρησιμοποιόταν για έναν συγκεκριμένο νόμο (πρβλ. λατ. lex). Συχνά οι ΙΕ λέξεις που δηλώνουν έναν συγκεκριμένο νόμο παράγονται από ρήματα με σημ. «θέτω, τοποθετώ», απ' όπου η σημ. «θεσπισμένο, επιβεβλημένο, καθιερωμένο».ΠΑΡ. θέσμιοςαρχ.θεσμοσύνη.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θεσμοδότης, θεσμοθέτης, θεσμοφόρος, θεσμοφύλακας (-αξ), αρχ. θεσμογράφος, θεσμοδοκώ, θεσμοποιώ, θεσμοπόλος, θεσμοτόκος, θεσμοφόριον, θεσμοφόριος, θεσμῳδόςμσν.θεσμολογώνεοελλ.θεσμολόγιο. (Β' συνθετικό) άθεσμος, απρόθεσμος, έκθεσμος, εκπρόθεσμος, εμπρόθεσμος, ένθεσμοςαρχ.πανάθεσμος, υπέρθεσμος, υπερπρόθεσμοςνεοελλ.βραχυπρόθεσμος, ληξιπρόθεσμος, μακροπρόθεσμος, μεσοπρόθεσμος].
Dictionary of Greek. 2013.